- επιζώννυμι
- ἐπιζώννυμι (Α)δένω τη ζώνη ψηλά στη μέση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεζωσμένοι — ἐπιζώννυμι gird on perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεζώσαντο — ἐπιζώννυμι gird on aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζωσθείς — ἐπιζώννυμι gird on aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζώννυνται — ἐπιζώννυμι gird on pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιζώννυται — ἐπιζώννυμι gird on pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέζωσε — ἐπιζώννυμι gird on aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέζωσεν — ἐπιζώννυμι gird on aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεζωμέναι — ἐπιζάω survive perf part mp fem nom/voc pl (ionic) ἐπεζωμένᾱͅ , ἐπιζάω survive perf part mp fem dat sg (doric ionic aeolic) ἐπιζώννυμι gird on perf part mp fem nom/voc pl ἐπεζωμένᾱͅ , ἐπιζώννυμι gird on perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
ἐπεζωμένοι — ἐπιζάω survive perf part mp masc nom/voc pl (ionic) ἐπιζώννυμι gird on perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)